διττολογία

διττολογία
δισσολογίᾱ , δισσολογία
repetition of words
fem nom/voc/acc dual
δισσολογίᾱ , δισσολογία
repetition of words
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διττολογίᾳ — δισσολογίᾱͅ , δισσολογία repetition of words fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισσολογία — και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία) γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος») αρχ. αμφισβήτηση, ασάφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + λογία < λόγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”